Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

Άρθρο του αντιπροέδρου της ΑΔΕΔΥ Δημήτρη Μπράτη, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ

Με τη σημερινή 24ωρη απεργία στο δημόσιο, η ΑΔΕΔΥ διεκδικεί τη σταδιακή αποκατάσταση των μισθών, την κατάργηση των αντιασφαλιστικών διατάξεων και την κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων. Για τα θέματα αυτά, πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις τόσο με τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο όσο και με την υπουργό Διοικητικής Ανασυγκρότησης Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, ωστόσο υπήρξε αρνητική απάντηση στα αιτήματά μας.
Όσον αφορά στο ασφαλιστικό, θέμα που κυριαρχεί αυτές τις μέρες στο πολιτικό σκηνικό, η θέση της ΑΔΕΔΥ είναι ξεκάθαρη. Ο νόμος 4387/16 δεν παίρνει καμία διόρθωση και πρέπει να καταργηθεί άμεσα.



Θέλω να επισημάνω πως ο συγκεκριμένος νόμος, παρά τα όσα η κυβέρνηση ισχυρίζεται, εφαρμόζεται ήδη εδώ και δύο χρόνια (συγκεκριμένα από τις 13 Μαΐου 2016). Αποτέλεσμα είναι χιλιάδες νέοι συνταξιούχοι να έχουν υποστεί μειώσεις, μέχρι και 40%, στις κύριες συντάξεις. Μιλάμε ουσιαστικά για μειώσεις της τάξης των 300-350 ευρώ τον μήνα.
Την ίδια στιγμή, η διαπραγμάτευση που η κυβέρνηση κάνει για τους παλιούς ασφαλισμένους δεν έχει καταλήξει μέχρι τώρα σε κανένα χειροπιαστό αποτέλεσμα και εκατομμύρια συνταξιούχοι βρίσκονται σε ένα καθεστώς ιδιότυπης ομηρείας.
Στο μισθολογικό «μέτωπο» τα τελευταία οκτώ χρόνια, οι δημόσιοι υπάλληλοι με μία σειρά μνημονιακών νόμων είχαν απώλειες στις αποδοχές τους έως και 40%. Στη συνάντησή μας με τον υπουργό Οικονομικών ζητήσαμε να υπολογιστεί η διετία 2016- 2017 για τη μισθολογική εξέλιξη των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία το ό,τι δεν υπολογίζεται. Επίσης, θέσαμε θέμα επαναχορήγησης του 13ου και 14ου μισθού, που είχαν περικοπεί με τους πρώτους μνημονιακούς νόμους.
Αντί η κυβέρνηση να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις των δικαστηρίων, που διατάσσουν την καταβολή και των αναδρομικών για τα δώρα, ασκεί εφέσεις με επιχειρηματολογία που δικαιολογεί πλήρως τα μνημόνια, τα οποία υποτίθεται ότι θα καταργούσε.
Ο τρίτος άξονας των αιτημάτων μας αφορά στις προσλήψεις μόνιμου προσωπικού ιδιαίτερα στους κρίσιμους τομείς του κοινωνικού κράτους, στην παιδεία και στην υγεία. Παρά τα όσα λέγονται και διαδίδονται, ιδιαίτερα από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, περί διογκωμένου δημοσίου, τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας δείχνουν ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι από 936.000 το 2009 σήμερα είναι 563.000.
Να σημειωθεί πως από την εκπαίδευση και την υγεία έχουν αποχωρήσει περίπου 50.000 υπάλληλοι και επί οκτώ χρόνια δεν έχουν γίνει μόνιμοι διορισμοί. Το 1 προς 1 - δηλαδή μία πρόσληψη για κάθε μία αποχώρηση- που λέει η κυβέρνηση ότι θα ισχύσει από 1η Ιανουαρίου 2019 στις προσλήψεις, σε καμία περίπτωση δεν λύνει το πρόβλημα.
Είναι επιτακτική ανάγκη να καλυφθούν οι αποχωρήσεις των προηγούμενων χρόνων. Ιδιαίτερα τώρα που οι αποχωρήσεις, μετά το ασφαλιστικό του Κατρούγκαλου, έχουν μειωθεί στο ελάχιστο και όλοι συνταξιοδοτούνται στα 67.
Η δε δήλωση του προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκου Μητσοτάκη ότι θα εφαρμόσει το 1:5 είναι εκτός τόπου και χρόνου. Στην εκπαίδευση δηλαδή που αποχώρησαν πέρυσι 219 εκπαιδευτικοί η κυβέρνηση λέει ότι θα κάνει 219 προσλήψεις και ο Κ. Μητσοτάκης 44, τη στιγμή που τα κενά ξεπερνούν τις 25.000.
Η εκπαίδευση στηρίζεται σήμερα στους 25.000 αναπληρωτές, οι οποίοι καλύπτουν επί 16 και πλέον χρόνια πάγιες και διαρκείς ανάγκες, πληρώνονται από το ΕΣΠΑ και όχι από τον κρατικό προϋπολογισμό και δεν έχουν καμία προοπτική μόνιμου διορισμού, παρά τις κυβερνητικές υποσχέσεις.
Το ίδιο συμβαίνει και στην υγεία (λείπουν χιλιάδες γιατροί και νοσηλευτές), στους ΟΤΑ, στα ασφαλιστικά ταμεία. Η μόνιμη και σταθερή εργασία έχει αντικατασταθεί σταδιακά από την ελαστική εργασία και τους συμβασιούχους.
Η τεράστια αφαίμαξη προσωπικού που έγινε στο δημόσιο με τους μνημονιακούς νόμους έχει άμεσες συνέπειες στις παρεχόμενες υπηρεσίες προς τον πολίτη. Ωστόσο, οι εργαζόμενοι δεν έχουν καμία ευθύνη για τις τραγικές ελλείψεις προσωπικού.
Με αυτούς τους τρεις άξονες, οι δημόσιοι υπάλληλοι δίνουν σήμερα τον δικό τους αγώνα για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Έναν αγώνα που θα συνεχιστεί και θα ενταθεί στο επόμενο 

διάστημα, εφόσον η κυβέρνηση εξακολουθήσει να κρατά την ίδια αρνητική στάση.